- δίδραχμος
- -η, -ο (AM δίδραχμος, -ον) [δραχμή]Ι. αυτός που αξίζει δύο δραχμέςαρχ.1. αυτός που έχει βάρος δύο δραχμών2. φρ. α) «δίδραχμος ὁπλίτης» — στρατιώτης με ημερήσιο μισθό δύο δραχμώνβ) «δίδραχμος τόκος» — μηνιαίος τόκος δύο δραχμών κατά μναII. το ουδ. ως ουσ. το δίδραχμο (Α δίδραχμον)νόμισμα αξίας δύο δραχμώναρχ.-μσν.φόρος, εισφορά δύο δραχμώναρχ.βάρος δύο δραχμών.
Dictionary of Greek. 2013.